- ἰσότυπον
- ἰσότυποςshaped alikemasc/fem acc sgἰσότυποςshaped alikeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισότυπος — η, ο (Α ἰσότυπος, ον) νεοελλ. (για ορυκτά) αυτό που έχει τον ίδιο τύπο κρυσταλλικού πλέγματος με άλλο, αλλά δεν σχηματίζει μικτούς κρυστάλλους αρχ. 1. αυτός που έχει ίδιο σχήμα ή μορφή με κάποιον άλλο 2. (για έγγραφα) αυτός που γράφεται σε δύο… … Dictionary of Greek